- βουρτσιά
- ησημάδι που αφήνει η βούρτσα: Ο τοίχος είναι γεμάτος με βουρτσιές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βουρτσιά — η 1. η κάθε κίνηση της βούρτσας για καθάρισμα ή βάψιμο 2. το χρώμα που αφήνει μια κίνηση της βούρτσας και διακρίνεται από την υπόλοιπη βαμμένη επιφάνεια … Dictionary of Greek